χρυσαυγής

Revision as of 15:52, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A gold-gleaming, κρόκος S.OC685 (lyr.); δόμος Ar.Av.1710, cf. Cat.Cod.Astr.2.82; τὸ τῆς δειρῆς χ., of a peacock, Lib.Descr.24.6: metaph., φρόνησις Ph.1.57: neut. as Adv., χρυσαυγὲς μειδιᾶν Him.Or.13.7.

German (Pape)

[Seite 1379] ές, mit goldenem Glanze, goldglänzend; κρόκος Soph. O. C. 685; δόμος Ar. Av. 1708; sp. D., νηός Agath. 60 (IX, 154).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσαυγής: -ές, γεν έος, ὁ λάμπων ὡς χρυσός, κρόκος Σοφ. Ο. Κ. 685· δόμος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1710· ― μεταφορ., φρόνησις Φίλων 1. 57· χρυσαυγὲς μειδιᾶν Ἰμέρ. σ. 598.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat de l’or.
Étymologie: χρυσός, αὐγή.

Spanish

de dorados destellos

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και χρυσοαυγής Μ
αυτός που εκπέμπει χρυσή λάμψη
αρχ.
1. μτφ. (για ηθική αίγλη) λαμπρός («χρυσαυγὴς φρόνησις», Φίλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) χρυσαυγές
φωτεινά, λαμπερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, τὸ), πρβλ. λυκ-αυγής].

Greek Monotonic

χρῡσαυγής: -ές, γεν. -έος, αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Σοφ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσαυγής: блистающий золотом (κρόκος Soph. δόμος Arph.; νηός Anth.).

Middle Liddell

χρῡσ-αυγής, ές
gold-gleaming, Soph., Ar.

English (Woodhouse)

gleaming with gold