ἀλητεύω

From LSJ
Revision as of 17:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ᾽ ἥτις ἀνδρός ἐσθ᾽ ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλητεύω Medium diacritics: ἀλητεύω Low diacritics: αλητεύω Capitals: ΑΛΗΤΕΥΩ
Transliteration A: alēteúō Transliteration B: alēteuō Transliteration C: aliteyo Beta Code: a)lhteu/w

English (LSJ)

Dor. ἀλατ-, fut. A -σω E.Heracl.515:—wander, roam, mostly of beggars, Od. 17.501, al., AP9.12 (Leon.); of hunters, Od.12.330; ofexiles, E.l.c., Hipp.1048, Phalar.Ep.95; θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.

German (Pape)

[Seite 95] herumschweifen, von Bettlern, Od. 14, 126. 16, 101; ἀλητεύειν κατὰ δῶμα (δόμον κατ'), betteln, Od. 17, 501. 22, 291, ἐν δημῳ 18, 114; von Jägern 12, 330; – Eur. Hipp. 1045 Heracl. 515 u. sp. D. ἀλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Tanz bei den Sicyoniern, Ath. XIV, 631 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλητεύω: μέλλ. -σω, Εὐρ. Ἡρακλ. 515: - εἶμαι ἀλήτης, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, μάλιστα ἐπὶ ἐπαιτῶν, Ὀδ. Ρ. 501, καὶ ἀλλ., ἀλλὰ καὶ ἐπὶ κυνηγῶν, Μ. 330· ἐπὶ ἐξορίστων, Εὐρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱππ. 1048, κτλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et f.
errer.
Étymologie: ἀλήτης.

English (Autenrieth)

(ἀλήτης): roam about. (Od.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἀλᾱτ- E.El.131

• Prosodia: [ᾰ-]
andar errante gener. de mendigos o exiliados ἀλητεύων' Ἰθάκης ἐς δῆμον ἵκηται Od.14.126, 12.320, cf. 16.101, E.Heracl.515, Hipp.1048, AP 9.12 (Leon.Alex.), Nonn.D.8.93, Phalar.Ep.95.1, κατὰ δῶμα Od.17.501
c. ac. χθόνα E.Hipp.1029, πόλιν E.El.131
fig. θνητὸν βίον ἀ. Ph.1.463.

Greek Monolingual

ἀλητεύω)
(με μειωτική σημασία) περιπλανιέμαι συνεχώς και άσκοπα στους δρόμους, ζω και συμπεριφέρομαι σαν αλήτης
αρχ.
περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλήτης.
ΠΑΡ. αλητεία].

Greek Monotonic

ἀλητεύω: μέλ. -σω, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλητεύω: (ᾰ) странствовать, скитаться, бродить Hom., Eur.

Middle Liddell

[from ἀλήτης
to wander, roam about, of beggars, Od.; of exiles, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλητεύω ἀλήτης (rond)zwerven, (rond)dwalen.