ἀμουσολογία
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ἡ, A inelegance of language, Ath.4.164f(pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμουσολογία: ἡ, τὸ ἀπαιδεύτως καὶ ἀμούσως λαλεῖν, Ἀθήν. 164F, κατὰ πληθ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ lenguaje inculto Ath.164f.
Greek Monolingual
ἀμουσολογία, η (Α)
άκομψη, άξεστη γλώσσα ή ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμουσος + -λογία.].