ἀμύντωρ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ορος, ὁ, poet. word, A defender, helper, Il.13.384 (as v.l.), Od.2.326, etc. 2 repeller, δυσφροσυνάων Simon.86. 3 avenger, πατρός E.Or.1588.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύντωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ὄνομα, βοηθός, ὑπερασπιστής, Ἰλ. Ν. 384, Ὀδ. Β. 326, κτλ. 2) ὁ ἀποκρούων, ἀπωθῶν, οἶνον ἀμύντορα δυσφροσυνάων (ἢ -ᾶν) Σιμων. ἔκδ. Γαισφ. τόμ. 1. σ. 394. 3) ὁ ἐκδικητής, πατρὸς Εὐρ. Ὀρ. 1588. Πρβλ. ἀμυντήρ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
défenseur.
Étymologie: ἀμύνω.
English (Autenrieth)
ορος (ἀμύνω): defender, protector.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1defensor, auxiliador οἱ ἀπ' αἰθέρος ἦεν ἀ. Ζεύς Il.15.610, cf. 14.449, Od.2.326, 16.256, 261, Call.Fr.635, Apoll.Met.Ps.7.3, βωμός Orph.L.152
•c. gen. ἀ. πατρίδος αἴης Epigr.Gr.1080.
2 c. gen. de cosa que aparta, que rechaza οἶνον ἀ. δυσφροσυνάων Simon.73D.
II vengador c. gen. de pers. πατρός E.Or.1588.
Greek Monolingual
ἀμύντωρ (-ορος), ο (Α)
1. βοηθός, υπερασπιστής
2. αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί
3. εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαμύντωρ «υπερασπιστής, τιμωρός». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].
Greek Monotonic
ἀμύντωρ: -ορος, ὁ,
1. υπερασπιστής, βοηθός, σε Όμηρ.
2. εκδικητής, πατρός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμύντωρ: ορος (ᾰ) ὁ
1) защитник, заступник Hom.: οἱ ἦλθεν ἀ. Hom. он пришел ему на помощь;
2) каратель, мститель: ἀ. τινός Eur. мститель за кого-л.
Middle Liddell
[from ἀμύνω
1. a defender, helper, Hom.
2. an avenger, πατρός Eur.