ἀμφίβουλος
English (LSJ)
ον, A double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).
German (Pape)
[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.
Spanish (DGE)
-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.
Greek Monolingual
ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.
Greek Monotonic
ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
Middle Liddell
βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.