ἀνάλωσις
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
εως, ἡ, A outlay, expenditure, Thgn.903, Th.6.31, Pl.Cri.48c, etc. II wasting, consumption, ἐγκεφάλου Hp.Epid. 6.3.1.
German (Pape)
[Seite 197] ἡ, der Aufwand, die Ausgabe, Theogn. 899; Thuc. 6, 31 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλωσις: ἡ, δαπάνη, ἔξοδον, Θέογν. 903, Θουκ. 6. 31. ΙΙ. καταστροφή, Ἰουστ. Μ. Ἀπολ. 1. 20.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dépense, perte.
Étymologie: ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἀνηλ- Bull.Soc.Alex.10.28.28 (I a.C.)
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 gasto de dinero ὅστις ἀνάλωσιν τηρεῖ Thgn.903, cf. Bull.Soc.Alex.l.c., gen. subjet. τῆς πόλεως Th.6.31, obj. τῆς οὐσίας Pl.R.591e, cf. Cri.48c, I.AI 18.244, D.C.42.49.3, 57.8.6.
2 fig. consunción, desgaste ἐγκεφάλου Hp.Epid.6.3.1
•consunción por fuego del sarmiento πυρὶ δέδοται εἰς ἀνάλωσιν LXX Ez.15.4, del cuerpo, Ph.2.399, del hombre en general, LXX De.28.20 (trad. del hebr. mige’eret ‘amenaza’).
Greek Monotonic
ἀνάλωσις: ἡ (ἀναλόω), δαπάνη, έξοδο, σε Θέογν., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλωσις: εως ἡ несение расходов, издержки, трата Thuc.
Middle Liddell
[ἀνᾱλόω]
outlay, expenditure, Theogn., Thuc.