ἀναίμων
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ον, A = ἄναιμος, bloodless, epith. of the gods, Il.5.342; of cuttlefish, Ion Trag.36; of wine, Plu.2.692e.
German (Pape)
[Seite 189] ον, blutlos, Götter, Il. 5, 342 u. sp. D., z. B. Nonn. D. 3, 309.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίμων: -ον, ονος, = ἄναιμος, ὁ ἄνευ αἵματος, ἐπίθ. τῶν θεῶν, τοὔνεκ’ ἀναίμονές εἰσι..., Ἰλ. Ε. 342˙ ἐπὶ ἰχθύων, Ἴων παρ’ Ἀθην. 318Ε˙ ἐπὶ οἴνου, Πλουτ. 2. 692Ε.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. ἄναιμος.
English (Autenrieth)
ονος (αἷμα): bloodless, Il. 5.342†.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene sangre humanade los dioses Il.5.342
•carente de sangre Io Trag.36
•fig. del vino descolorido Plu.2.692e.
2 incruento, sin derramamiento de sangre χάρμη Nonn.D.37.755, δῆρις ép. en ZPE 6, p.154.
Greek Monolingual
ἀναίμων (-ονος), -ον (Α) αἵμων
1. (κυρίως ως επίθετο τών θεών) αυτός που δεν έχει αίμα, ο άναιμος
2. αδύνατος, ασθενικός.
Greek Monotonic
ἀναίμων: -ον = ἄναιμος, λέγεται για τους θεούς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίμων: 2, gen. ονος
1) лишенный крови (θεοί Hom.);
2) шутл. бескровный, жидкий, слабый (οἶνος Plut.).