ἀναδοχή

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδοχή Medium diacritics: ἀναδοχή Low diacritics: αναδοχή Capitals: ΑΝΑΔΟΧΗ
Transliteration A: anadochḗ Transliteration B: anadochē Transliteration C: anadochi Beta Code: a)nadoxh/

English (LSJ)

ἡ, A series, succession, πόνων S.Tr.825(lyr.). 2 reception, τινῶν A.D.Synt.144.10. II surety, Plb.5.27.4: Cret. ἀνδοκά Leg.Gort.9.34: so prob. ἀνδοκεία IG14.422 (pl.), 423 (Tauromenium).

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, die Übernahme, πόνων, der Mühsal von einem anderen, die Aufeinanderfolge mehrerer Arbeiten, Soph. Trach. 822, ch., wo der Schol. falsch ἀνάπαυσις erkl. Bei Pol. 5, 27 = ἐγγύη, Bürgschaft, ἀπαγαγεῖν ἐκέλευσε Λεόντιον πρὸς τὴν ἀναδοχήν, er ließ sie ins Gefängniß führen der Bürgschaft wegen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδοχή: ἡ, τὸ ἀναδέχεσθαι, ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἐν Σοφ. Τρ. 825 ἀναδοχὰν τελεῖν πόνων ἑρμηνεύει «διαδοχὴν γενέσθαι τῶν πόνων». Ὁ Jebb ἐξηγεῖ: θὰ δώσῃ τέλος εἰς τὴν διαδοχὴν τῶν πόνων. ΙΙ. ἐγγύησις, ἀσφάλεια, Πολύβ. 5. 27, 4, ἔνθα ἴδε Schweigh.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de prendre sur soi, de se charger de.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἀνδοκά ICr.4.41.7.19, 4.72.9.34 (Gortina)
1 aceptación, acción de asumir πόνων de los trabajos de Hércules, S.Tr.825, τῆς γυμνασιαρχίας POxy.2854.9 (III a.C.), ref. a Cristo ἡ ὑπὲρ ἡμῶν ἀ. Epiph.Const.Haer.42.8
aceptación, admisión τῶν ἄλλων μετακλήτων A.D.Synt.144.10, ἡ τῆς ἐγγύης ἀ. POxy.1408.5 (III a.C.).
2 fianza, garantía, ICr.ll.cc., ἀπαγαγεῖν ... τὸν Λεόντιον πρὸς τὴν ἀναδοχήν Plb.5.27.4, ἀ. Ἀντιπάτρου PTeb.99.46 (II a.C.), cf. PMasp.95.13 (VI a.C.)
c. gen. obj. aceptación de algo como fianza τ[ῶν βο] ῶν PCair.Isidor.76.12 (IV a.C.).

Greek Monolingual

η (Α ἀναδοχή) ἀναδέχομαι
1. αποδοχή υποχρεώσεων ή ευθύνης, παραδοχή, αναγνώριση
2. ανάληψη υποχρεώσεων
3. εγγύηση, ασφάλεια
αρχ.
σειρά, διαδοχή.

Greek Monotonic

ἀναδοχή: ἡ (ἀναδέχομαι), ανάληψη, επιχείρηση, δέσμευση, υπόσχεση, πόνων, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδοχή: дор. ἀναδοχά
1) принятие (на себя), перенесение, претерпевание (πόνων Soph.);
2) ручательство, залог: πρὸς τὴν ἀναδοχήν Polyb. в качестве залога.

Middle Liddell

ἀναδέχομαι
a taking up, undertaking, πόνων Soph.