ἀνομῶ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A to be lawless (ἄνομος), act lawlessly, περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144. 2 Pass. ἀνομέομαι, to be unlawfully used, POxy.1465.9 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 240] gesetzlos leben, gesetzwidrig handeln, περί τι, Her. 1, 144; ἔς τι, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομέω: εἶμαι ἄνομος, πράττω ἀνομίαν, παρανομῶ, τοὺς περὶ τὸ ἱρὸν ἀνομήσαντας Ἡρόδ. 1. 144.
French (Bailly abrégé)
ἀνομῶ:
vivre illégalement ou agir illégalement.
Étymologie: ἄνομος.
Spanish (DGE)
1 intr. actuar ilegalmente περὶ τὸ ἱρόν Hdt.1.144
•frec. en lit. bíblica ἠνόμησε γὰρ ὁ λαός σου LXX Ex.32.7, ὁ ἀνομῶν ἀνομεῖ LXX Is.21.2.
2 tr. tratar injustamente en v. pas. μὴ ὑπεριδεῖν με ἠνομημένον UPZ 5.47 (II a.C.), cf. 6.34 (II a.C.), BGU 1903.5 (III a.C.), PMagd.33.7 (III a.C.), POxy.1465.9 (I a.C.).
Greek Monotonic
ἀνομέω: μέλ. ἀνομήσω (ἄνομος), ενεργώ παράνομα, περί τι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομέω: поступать беззаконно (περί τι Her.).
Middle Liddell
ἄνομος
to act lawlessly, περί τι Hdt.