ἀπεριμέριμνος

From LSJ
Revision as of 20:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριμέριμνος Medium diacritics: ἀπεριμέριμνος Low diacritics: απεριμέριμνος Capitals: ΑΠΕΡΙΜΕΡΙΜΝΟΣ
Transliteration A: aperimérimnos Transliteration B: aperimerimnos Transliteration C: aperimerimnos Beta Code: a)perime/rimnos

English (LSJ)

ον, in Adv. A -νως unthinkingly, Ar.Nu.136.

German (Pape)

[Seite 288] (μέριμνα), unbekümmert, unüberlegt, ἀπεριμερίμνως κόπτειν τὴν θύραν Ar. Nub. 137, auf eine Weise, die sich für den Denker nicht paßt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριμέριμνος: -ον, ἀμέριμνοςἀπερίσκεπτος, Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, ἀμαθής γε νὴ Δί’, ὅστις οὑτωσί σφόδρα ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136.

Greek Monotonic

ἀπεριμέριμνος: -ον (μέριμνα), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, αμέριμνος, απερίσκεπτος· επίρρ. -νως, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μέριμνα
free from care:— adv. -νως, unthinkingly, Ar.