ἀτταγήν

From LSJ
Revision as of 23:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀττᾰγήν Medium diacritics: ἀτταγήν Low diacritics: ατταγήν Capitals: ΑΤΤΑΓΗΝ
Transliteration A: attagḗn Transliteration B: attagēn Transliteration C: attagin Beta Code: a)ttagh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ, A = ἀτταγᾶς, Phoenicid.2.5, Arist.HA617b25, 633b1, Thphr.Fr.180.

German (Pape)

[Seite 389] ῆνος, ὁ, dasselbe, com. Ath. XIV, 652 d; Arist. H. A. 10, 36, von Atticisten verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταγήν: ῆνος, ὁ, πτηνὸν κατὰ τὸ φαινόμενον διάφορον τοῦ ἀτταγᾶ, πιθ. εἶδος μελεαγρίδος, tetrao orientalis, Φοινικίδης ἐν «Μισουμένῃ» 1. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 26· τάσσεται μετὰ τῶν κονιστικῶν ὀρνίθων, τῶν ὀρνίθων... ὅσοι μὲν μὴ πτητικοί, ἀλλ’ ἐπίγειοι, κονιστικοί, οἷον ἀλεκτορίς, πέρδιξ, ἀτταγήν..., φασιανὸς ὁ αὐτ. 9. 50 ἐν τέλει· attagen Ionicus, περιζήτητον λίχνευμα παρὰ Ρωμαίοις, Ὁράτ. Ἐπῳδ. 2. 54, πρβλ. Μαρτιάλιν 13. 61: ― ὑποκορ. ἀτταγηνάριον, τό, Χοιροβ. 1. 43.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
francolin (attagen Ionicus), oiseau.
Étymologie: c. ἀτταγᾶς.

Spanish (DGE)

v. ἀτταγᾶς.

Greek Monotonic

ἀτταγήν: -ῆνος, ὁ, πτηνό, πιθ. είδος αγριόγαλου, Λατ. attagen Ionicus, σε Οράτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰγήν: ῆνος ὁ зоол. предполож. франколин (Tetrao bonasia) Arst.

Middle Liddell


a bird, prob. a kind of grouse, attagen Ionicus, Hor.