ἁλιήρης

From LSJ
Revision as of 23:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιήρης Medium diacritics: ἁλιήρης Low diacritics: αλιήρης Capitals: ΑΛΙΗΡΗΣ
Transliteration A: haliḗrēs Transliteration B: haliērēs Transliteration C: aliiris Beta Code: a(lih/rhs

English (LSJ)

ες, (ἐρέσσω) A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.

Spanish (DGE)

-ες

• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.

Greek Monolingual

ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].

Greek Monotonic

ἁλιήρης: -ες (ἐρέσσω), αυτός που σαρώνει τα κύματα, κώπη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιήρης: рассекающий, бороздящий море (κώπη Eur.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἐρέσσω
sweeping the sea, κώπη Eur.