ἁμαξοπηγός

From LSJ
Revision as of 23:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαξοπηγός Medium diacritics: ἁμαξοπηγός Low diacritics: αμαξοπηγός Capitals: ΑΜΑΞΟΠΗΓΟΣ
Transliteration A: hamaxopēgós Transliteration B: hamaxopēgos Transliteration C: amaksopigos Beta Code: a(macophgo/s

English (LSJ)

όν, A cartwright, PLond.ined. 2383A (ii B. C.), Plu.Per.12.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Wagenbauer, Stellmacher, Plut. Per. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοπηγός: -όν, (πήγνυμι) ὁ κατασκευάζων ἁμάξας, ἁμαξοποιός, Πλουτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
charron.
Étymologie: ἅμαξα, πήγνυμι.

Spanish (DGE)

-όν
constructor de carros, carrero, PLond.2166.5 (III a.C.), οὖτος δὲ ἐτύγχανεν ἐν ἁμαξοπηγοῦ δουλεύων Heraclid.Lemb.36, cf. Plu.Per.12, Poll.7.115.

Greek Monolingual

ο (Α ἁμαξοπηγός)
ο αμαξοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -πηγὸς < πήγνυμι.
ΠΑΡ. αμαξοπηγία νεοελλ. αμαξοπηγείο, αμαξοπηγικός].

Greek Monotonic

ἁμαξοπηγός: ὁ (πήγνυμι), κατασκευαστής αμαξών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξοπηγός: ὁ тележный мастер, тележник Plut.

Middle Liddell

ἄμαξα, πήγνυμι
a cartwright, Plut.