ἄλιμος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A banishing hunger, τροφή, afood said to be prepared from asphodel and mallows, Herodor.1.J., Hermipp.Hist.1.8, cf. Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
German (Pape)
[Seite 96] hungervertreibend, φάρμακον, δύναμις, Plut. Conv. sap. 14; vgl. Ath. II, 58 f IV, 161 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui apaise la faim.
Étymologie: ἀ, λιμός.
Spanish (DGE)
-ον
que quita el hambre τροφή Herodor.1, cf. Hermipp.Hist.12a, Plu.2.157d, Porph.Abst.4.20.
Greek Monolingual
(I)
ἄλιμος, -ον (Α) λιμός
αυτός που διώχνει, που κατευνάζει την πείνα.
(II)
ἅλιμος, -ον (Α) ἅλς
1. αυτός που ανήκει στη θάλασσα ή προέρχεται από αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἅλιμον
παραλία, ακροθαλασσιά
3. ως ουσ. αρχ. ἅλιμον, το (στον Διοσκ.) ἅλιμος, ο
αρμυρήθρα.
Russian (Dvoretsky)
ἄλῑμος: утоляющий голод (δύναμις, σιτία Plut.).