ἄνυσμα
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ατος, τό, A accomplishment, end, Sch.Od.5.299.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνυσμα: -ατος, τό, διάπραξις, ἀποτέλεσμα, κατόρθωμα, τέλος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 299.
Spanish (DGE)
-ματος, τό realización, fin Sch.Od.5.299.
Greek Monolingual
το (Α ἄνυσμα) ανύω
νεοελλ.
Μαθ. το διάνυσμα
αρχ.
εκπλήρωση, αποτέλεσμα, τέλος.