ἐνσχερώ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Adv. A in a row, A.R.1.912, prob. in Antim.16.5.
German (Pape)
[Seite 853] = ἐπισχερώ, Ap. Rh. 1, 912.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσχερώ: ἐπίρρ., «ἐφεξῆς, κατὰ τάξιν» (Σχόλ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 912· ἴδε ἐν λ. σχερός.
French (Bailly abrégé)
adv.
p. ἐν σχερῷ, d’une manière continue, de suite.
Étymologie: σχερός.
Par. ἐπισχερώ.
English (Slater)
ἐνσχερώ, coni. Dindorf: ἐν σχερῷ codd.
Spanish (DGE)
adv. en fila βασιλεῦσιν ... ἐ. ἑστηῶσι Antim.21.5, ἐ. ἑζόμενοι A.R.1.912.
• Etimología: De σχερός ‘serie’, ‘fila’, de *segh, raíz de ἔχω.
Greek Monolingual
ἐνσχερώ (Α)
επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ του επιθ. σχερός. (Για το β' συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)].
Frisk Etymological English
See also: s. ἐπισχερώ.
Frisk Etymology German
ἐνσχερώ: {enskherṓ}
See also: s. ἐπισχερώ.
Page 1,523