ἐξεφίημι
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A = ἐφίημι:—only Med. ἐξεφίεμαι, enjoin, command, c. inf., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται S.Aj.795, cf. E.IT1468.
German (Pape)
[Seite 880] (s. ἵημι), = ἐφίημι, med., auftragen, befehlen; Soph. Ai. 782 Eur. I. T. 1468.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεφίημι: ἐφίημι: - Μέσ., ἐξεφίεμαι, ἐντέλλομαι, μετ’ ἀπαρ., ἐκεῖνον εἴργειν Τεῦκρος ἐξεφίεται Σοφ. Αἴ. 795, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1468.
Greek Monotonic
ἐξεφίημι: επιτετ. αντί ἐφίημι — Μέσ., ἐξεφίεμαι, διατάζομαι, εντέλλομαι, προστάζομαι, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
strengthd. for ἐφίημι Mid. ἐξεφίεμαι
to enjoin, command, Soph., Eur.