ἐπηγορία

From LSJ
Revision as of 09:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπηγορία Medium diacritics: ἐπηγορία Low diacritics: επηγορία Capitals: ΕΠΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: epēgoría Transliteration B: epēgoria Transliteration C: epigoria Beta Code: e)phgori/a

English (LSJ)

ἡ, A accusation, blame, D.C.55.18,al., Them.Or.11.152b; cj. in Pi.Fr. 122.

German (Pape)

[Seite 920] ἡ, Beschuldigung, Anklage, D. Cass. 55, 18 u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπηγορία: ἡ, μομφή, ὡς τὸ κατηγορία, Δίων Κ. 55. 18. Ὁ Δωρικ. τύπος ἐπαγορία ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσυχ. «ἐπαγορίαν ἔχει· ἐπίμωμός ἐστιν». ΙΙ. = προσηγορία, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 1. 31., 2. 19, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἐπηγορία, η (AM) επηγορεύω
ονομασία, προσηγορία
αρχ.
κατηγορία, επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επηγορεύω με επίδραση του κατηγορία.