ἐπιμοίριος
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ον, A fated, νήματα AP7.504 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 964] νήματα, des Schicksals Faden, Leon. Tar. 93 (VII, 504).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμοίριος: -ον, (μοῖρα) εἰς τὴν μοῖραν ἀνήκων, μοιραῖος, νήματα Ἀνθ. Π. 7. 504.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du destin, fatal.
Étymologie: ἐπί, μοῖρα.
Greek Monolingual
ἐπιμοίριος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος.
Greek Monotonic
ἐπιμοίριος: -ον (μοῖρα), μοιραίος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμοίριος: предопределенный, роковой: νήματ᾽ ἐπιμοίρια Anth. нити судьбы.