ἐρημονόμος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον, A haunting the wilds, θεαί A.R.4.1333 ; θῆρες AP6.184 (Zos.); also in late Prose, ζῷα ἐ. Agath.2.24. II ἐρημόνομος, ον, desolate, λόχμη, πόντος, Nonn.D.37.12, 47.510.
German (Pape)
[Seite 1026] einsam, in der Wüste weidend, sich aufhaltend, Ap. Rh. 4, 1333; θῆρες, Zosim. 2 (VI, 184); Nonn. D. 14, 68.
Greek Monolingual
ἐρημονόμος, -ον και έρημόνομος, -ον (Α)
1. αυτός που συχνάζει στην έρημο («ἐρημονόμοι θεαί»)
2. έρημος, ακατοίκητος («ἐρημονόμος λόχμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο- (< έρημος) + -νομός (< νέμω)
πρβλ. ορειο-νόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρημονόμος: обитающий в безлюдных местах, степной, дикий (θῆρες Anth.).