ἡλοκόπος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ὁ, (κόπτω) A nail-smith, BGU1028.19 (ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133; = Lat. clavarius, clavifixor, clavorum faber, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1163] ὁ, Nagelschläger, Nagelschmied.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλοκόπος: ὁ, (κόπτω) σιδηρουργός κατασκευάζων καρφία, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἡλοκόπος, ὁ (Α), σιδηρουργός που κατασκευάζει καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -κοπος (< κόπος «κοπή»), πρβλ. αργυρο-κόπος, ξυλο-κόπος.