ἡμικύκλιος
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
ον, (κύκλος) A semicircular, Sch. A.R.4.1613:—also ἡμί-κυκλος, ον, στοά Philostr.Im.1.12, cf. Hld.8.14. II as Subst., ἡμι-κύκλιον, τό, semicircle, Arist.APo.41b17, Ph. 264b24; hemisphere, Ach.Tat.Intr.Arat.27, Heph.Astr.2.11; of a tactical formation, κατὰ τὸ ἡ. Onos.21.5. 2 a place for public entertainment or meeting, Plu.Alc.17, Nic.12; Place of assembly at Samos, Porph.VP9. 3 semicircular seat, armchair, Cic.Lael.1.2, Poll.6.9. 4 semicircular dial, Vitr.9.8.1. 5 semicircular statue-base, IG11(2).287B73 (Delos, iii B.C.), BCH29.543 (ibid.); drum of a half-column, Rev.Phil.43.182 (Didym.). 6 barrel-vault, Ph.Bel. 87.12. 7 theatrical machine, described by Poll.4.127, 131.
German (Pape)
[Seite 1168] halbkreisförmig, Schol. Ap. Rh. 4, 1614 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικύκλιος: -ον, (κύκλος) ἀνήκων εἰς ἥμισυ κύκλον, semicircularis, Σχόλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1614· ― ὡσαύτως, ἡμίκυκλος, Ἡλιόδ. 8. 14. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἡμίκυκλον, τό, ἡμικύκλιον, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 1, 4, κτλ. 2) τὰ πρῶτα ἑδώλια τοῦ θεάτρου τὰ πλησιέστατα πρὸς τὴν ὀρχήστραν, Πολυδ. Δ΄ 127, 131, Φωτ.· τόπος πρὸς δημόσιαν εὐωχίαν ἢ συνεδρίαν, Πλούτ. Ἀλκιβ. 17. Νικ. 12, πρβλ. Ἰάμβλ. Βίῳ Πυθ. 26. 3) ἕδρα ἡμικυκλώδης, Cic. Lael. 1, Πολυδ. Ϛ΄, 9. 4) ἡμικυκλικὸν ὡρολόγιον (ἡλιακόν), Vitruv. 9. 8.
Greek Monolingual
-ο (AM ἡμικύκλιος, -ον)
1. ημικυκλικός
2. το ουδ. ως ουσ. το ημικύκλιο
α) το μισό του κύκλου
β) μαθ. καθένα από τα δύο ίσα τμήματα στα οποία χωρίζεται ένας κύκλος από μια διάμετρο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμικύκλιον
α) κάθισμα, έδρανο ημικυκλικό
β) στρατιωτικός τακτικός σχηματισμός
γ) ημικυκλικό ηλιακό ρολόγι
δ) τόπος διαμορφωμένος αμφιθεατρικά, που περιορίζεται από λίθινα καθίσματα και χρησιμεύει για δημόσιες συναθροίσεις
ε) οι σειρές τών λίθινων καθισμάτων στο αρχαίο θέατρο, που ήταν τοποθετημένες ημικυκλικά
στ) ο τόπος δημόσιων συνελεύσεων στη Σάμο
ζ) ημικυκλική βάση αγάλματος
η) θόλος
θ) θεατρική μηχανή
ι) ήμισφαίριον
ια) (στους αρχ. Ρωμαίους) ημικυκλικό αναπαυτήριο στις Θέρμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύκλ-ιος (< κύκλος)].