ἱερόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 12:11, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερόγλωσσος Medium diacritics: ἱερόγλωσσος Low diacritics: ιερόγλωσσος Capitals: ΙΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: hieróglōssos Transliteration B: hieroglōssos Transliteration C: ieroglossos Beta Code: i(ero/glwssos

English (LSJ)

ον, A of prophetic tongue, Epigr. ap. Paus.6.17.6: -γλωσσον, τό, sacred formula, PMag.Berol.2.69.

German (Pape)

[Seite 1241] mit heiliger Zunge, von Wahrsagern, Κλυτίδαι Ep. ad. (App. 371) aus Paus. 6, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερόγλωσσος: -ον, ἔχων προφητικὴν γλῶσσαν, Ἀνθολ. Παλ. παράρτ. 371.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sainte ou prophétique.
Étymologie: ἱερός, γλῶσσα.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύ-γλωσσος, χρυσό-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἱερόγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που μιλάει με προφητικά λόγια, προφητικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερόγλωσσος: обладающий пророческой речью, вещий (Κλυτίδαι Anth.).

Middle Liddell

ἱερό-γλωσσος, ον γλῶσσα
of prophetic tongue, Anth.