ἵππουρος
μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it
English (LSJ)
ον, (οὐρά) A horse-tailed: as Subst., 1 a sea-fish, Coryphaena hippurus, Epich.51, Arist.HA 543a23, Numen. ap. Ath.7.304d, Opp.H.1.184. 2 a kind of insect, Ael.NA15.1. 3 = ἵππουρις 11.2, Hippiatr.27.
German (Pape)
[Seite 1261] ὁ (eigtl. mit einem Roßschweise), – a) ein Fisch, Ath. VII, 304 c; Arist. H. A. 5, 10. 8, 15; Opp. H. 1, 184; vgl. ἱππουρεύς. – b) bei Ael. H. A. 15, 1 ein Insekt.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππουρος: -ον, (οὐρὰ) ἔχων οὐρὰν ἵππου, 1) θαλάσσιός τις ἰχθύς, ὁ καὶ ἱππουρεὺς καὶ κορύφαινα καλούμενος, coryphaena hippūrus, Ἐπίχ. 40 Ahr., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10. 20· ὁ Ὀππιανὸς (Ἀλ. 1. 184 καὶ 4, 404) καταλέγει τὸν ἰχθὺν τοῦτον ἐν τοῖς κητώδεσιν. 2) εἶδος ἐντόμου, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à queue de cheval;
subst. ὁ ἵππουρος;
1 sorte d’insecte;
2 sorte de poisson;
3 sorte de plante.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.
Greek Monolingual
ἵππουρος, -ον (ΑΜ) ίππουρις
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ό ἵππουρος
είδος φυτού
αρχ.
1. αυτός που έχει ουρά ίππου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἵππουρος
α) είδος θαλάσσιου ψαριού
β) είδος εντόμου
γ) είδος υδρόβιου φυτού, αλλ. ίππουρις.
Russian (Dvoretsky)
ἵππουρος: рыба золотая макрель (Coryphaena hippurus) Arst.