ὀρθόδωρον

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόδωρον Medium diacritics: ὀρθόδωρον Low diacritics: ορθόδωρον Capitals: ΟΡΘΟΔΩΡΟΝ
Transliteration A: orthódōron Transliteration B: orthodōron Transliteration C: orthodoron Beta Code: o)rqo/dwron

English (LSJ)

τό, (δῶρον II) A the length from the wrist to the finger-ends, = σπιθαμή, Hsch., cf. Poll.2.157. II = membrum erectum, PLond. 1821.166.

German (Pape)

[Seite 374] τό, die Länge von der Vorderhand, καρπός, bis zu den Fingerspitzen (vgl. δῶρον), Poll. 2, 157.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόδωρον: τό, (δῶρον ΙΙ) «μέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῦ καρποῦ μέχρι τοῦ δακτύλου· οἱ δὲ σπιθαμὴν» Ἡσύχ. - Κατὰ Πολυδ. Β΄, 157, «τὸ δὲ ἀπὸ τοῦ καρποῦ ἕως ἄκρων δακτύλων, ἡ πᾶσα χείρ, ὀρθόδωρον».

Greek Monolingual

ὀρθόδωρον, τὸ (Α)
1. μέτρο μήκους το οποίο υπολογιζόταν με το χέρι, από το άκρο του καρπού μέχρι το άκρο του μεσαίου δακτύλου, ήταν δηλ. ίσο με μία σπιθαμήὀρθόδωρον
μέτρον τὸ ὀρθὸν τῆς χειρὸς ἀπὸ ἄκρου τοῡ καρποῡ μέχρι τοῡ δακτύλου
οἱ δὲ σπιθαμήν», Ησύχ.)
2. το ανδρικό μόριο σε στύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + δῶρον «δώρο, η παλάμη ως μέτρο μήκους»].