ὀψαρότης

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψᾰρότης Medium diacritics: ὀψαρότης Low diacritics: οψαρότης Capitals: ΟΨΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: opsarótēs Transliteration B: opsarotēs Transliteration C: opsarotis Beta Code: o)yaro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὀψέ, ἀρόω) A one who ploughs late, Hes.Op.490.

German (Pape)

[Seite 432] ὁ, der spät Pflügende, Hes. O. 492.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψᾰρότης: -ου, ὁ, (ὀψὲ) ὁ ἀροτριῶν ὀψέ, ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui laboure tardivement.
Étymologie: ὀψέ, ἀρόω.

Greek Monolingual

ὀψαρότης, ὁ (Α)
αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. -ότης].

Greek Monotonic

ὀψᾰρότης: -ου, ὁ (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψᾰρότης: ου adj. m поздно пашущий Hes.

Middle Liddell

ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]
one who ploughs late, Hes.