ὑπαισχύνομαι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
[ῡν], Pass., A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.
German (Pape)
[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.
French (Bailly abrégé)
éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.
Greek Monolingual
Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].
Greek Monotonic
ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαισχύνομαι: несколько стыдиться: ὑ. τινά τι Plat. стесняться чего-л. перед кем-л.
Middle Liddell
Pass. to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Plat.