ὑπερεῖδον
From LSJ
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
inf. ὑπερῐδεῖν, aor. without pres. in use; A v. ὑπεροράω.
German (Pape)
[Seite 1194] aor. zu ὑπεροράω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεῖδον: ἀπαρ. ὑπερῐδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἐνεστ. ἐν χρήσει· ἴδε ὑπεροράω.
English (Thayer)
(see εἰδῶ); from Herodotus and Thucydides down; to overlook, take no notice of, not attend to: τί, Acts 17:30.
Greek Monotonic
ὑπερεῖδον: απαρ. ὑπερῐδεῖν, χρησιμ. ως αόρ. βʹ του ὑπεροράω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεῖδον: aor. к ὑπεροράω.