ῥοδόμηλον

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμηλον Medium diacritics: ῥοδόμηλον Low diacritics: ροδόμηλον Capitals: ΡΟΔΟΜΗΛΟΝ
Transliteration A: rhodómēlon Transliteration B: rhodomēlon Transliteration C: rodomilon Beta Code: r(odo/mhlon

English (LSJ)

Dor. -μᾱλον, τό, A rose-apple: metaph. of a plump rosy cheek, Theoc.23.8 (ῥοδομάλλον codd., ῥόδα μάλων Ahrens). II a confection of roses and quinces, Alex.Trall.1.10.

German (Pape)

[Seite 846] τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμηλον: Δωρ. - μᾶλον, τό, ῥόδινον μῆλον· μεταφορ., παρειὰ εὐτραφὴς καὶ ῥοδόχρους, Θεόκρ. 23.8. ΙΙ. γλύκυσμα ἐκ ῥόδων καὶ κυδωνίων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 pomme-rose, fig. càd joue vermeille ou fraîche comme une rose;
2 confiture de coings et de roses.
Étymologie: ῥόδον, μῆλον².

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α
1. ροδόχρωμο μήλο
2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα
3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον.

Greek Monotonic

ῥοδόμηλον: Δωρ. -μᾶλον, τό, ρόδινο μήλο· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές μάγουλο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ῥοδό-μηλον, δοριξ ῥοδό-μᾱλον, ου, τό,
a rose-apple: metaph. of a rosy cheek, Theocr.