ἐπιμήκης

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήκης Medium diacritics: ἐπιμήκης Low diacritics: επιμήκης Capitals: ΕΠΙΜΗΚΗΣ
Transliteration A: epimḗkēs Transliteration B: epimēkēs Transliteration C: epimikis Beta Code: e)pimh/khs

English (LSJ)

ες, A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3. 2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXXBa.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of Time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.

German (Pape)

[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
un peu long, oblong, allongé.
Étymologie: ἐπί, μῆκος.

Greek Monolingual

-ες (ΑΝ ἐπιμήκης, -ες) μήκος
αυτός του οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος
αρχ.
1. εκτεταμένος, μεγάλος
2. (για ανάστημα) ψηλός
3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον
για περισσότερο χρόνο.

Greek Monotonic

ἐπιμήκης: -ες (μῆκος), επιμήκης, μακρουλός, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμήκης:
1) удлиненный, продолговатый (ψηφῖδες Democr. ap. Sext.);
2) долгий, продолжительный (νύξ Luc.): τῷ ἐπιμήκει τοῦ χρόνου Arst. с течением времени.

Middle Liddell

ἐπι-μήκης, ες μῆκος
longish, oblong, Luc.