καταλογή
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ἡ, (καταλέγω (B) 1.3) A enrolment, enlistment, στρατιωτῶν D.Chr.43.10. II (καταλέγω (B) 1.2b) regard, respect, Plb.22.12.10 codd. (-δοχή Reiske), cf. SIG739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς (ἕνεκα), honoris causa, with gen., IG7.413.37 (Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, Hsch.; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb.117.5 (i A. D.), POxy.787 (i A. D.), etc.; ὅπως… κ. αὐτῶν γένηται IG14.951.9; condemned by Phryn.403. III (καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG9(2).531.12 (Larissa, i B. C./i A. D.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1361] ἡ, Auswahl, Aushebung der Soldaten, Dio Chrys.; – Rücksicht auf Etwas, Phryn. p. 440; Lesart der codd. für καταδοχή bei Pol. 23, 12, 10.
Greek Monolingual
η (AM καταλογή) καταλέγω
νεοελλ.
παρακαταλογή
μσν.
ιστορία, διήγηση
αρχ.
1. ο σεβασμός προς κάποιον
2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική
3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου
4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» — κατά σύσταση κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
καταλογή: ἡ καταλέγω I] почтительный прием, уважение (καταλογὴν ποιεῖσθαι τὴν ἁρμόζουσαν Polyb. - v. l. καταδοχή).