ἀπόρροια

From LSJ
Revision as of 10:56, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρροια Medium diacritics: ἀπόρροια Low diacritics: απόρροια Capitals: ΑΠΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: apórroia Transliteration B: aporroia Transliteration C: aporroia Beta Code: a)po/rroia

English (LSJ)

ἡ, = ἀπορροή (flowing off, stream) 1.1, X.HG 5.2.5. 2 = ἀπορροή (effluence, emanation). 1.4, Arist.Sens.438a4, al., Epicur.Ep.1p.9U., Porph.Abst.2.46, etc.; αἴγλης Orph.L.173; Medic., effluvia, Gal.15.625(pl.), etc. 3 Astrol., separation, opp. συναφή, Serapioin Cat. Cod.Astr.1.100: but, influence of planets, Gem.2.14. II = ἀπορροή (failing. ΙΙ, Plot.2.3.11. (Less correct than ἀπορροή, Phryn.PSp.50 B.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1corriente de un río ἐμφραχθείσης δὲ τῆς ἀπορροίας ᾔρετο τὸ ὕδωρ X.HG 5.2.5.
brazo, ramal de un río o corriente ἀπόρροια καὶ ἀπόσπασμα de la Estigia, Sch.Arat.45, cf. ἀπόρροια· σταλαγμός Hsch.
2 fig. corriente, flujo τελειότητος ἀναγκαστικὴ ἀπόρροια PMag.7.779
efluvio μὴ ... τὰς ἀπορροίας κατέχειν τοῦ ὕπνου Gal.15.625
exhalación de vapores, Sabin. en Orib.9.15.6
influjo, influencia de los planetas, Gem.2.14, cf. Gr.Nyss.Fat.p.39.9.
3 fil. emanación que posibilita la percepción, Arist.Sens.438a4, ἔτι δὲ τὰς ἀπορροίας νωθεῖς καὶ ταραχώδεις Thphr.Sens.74 (= Democr.A 135), que los cuerpos desprenden οὔτε ἀπόρροιαι τὴν ἑξῆς θέσιν καὶ βάσιν διατηροῦσαι Epicur.Ep.[2] 46, φρονήσεως Plu.2.99c, cf. 96f, νοῦ ἀ. (εἰργάσατο) πανουργίαν Plot.2.3.11, cf. Porph.Abst.2.46, Aristid.Quint.104.25, Orph.L.173
en lit. judeo-crist. emanación divina ἀ. τῆς τοῦ παντοκράτορος δόξης εἰλικρινής LXX Sap.7.25, en el hombre, Clem.Al.Prot.6.68.2, en la Creación, Gr.Nyss.Hom.in Cant.386.4, αἰσθέσθαι ... τίνος διοικοῦντος τὸν κόσμον ἀ. ὑπέστης M.Ant.2.4.
II astrol. separación op. συναφή de la luna, Serapio en Cat.Cod.Astr.1.100.11, cf. Ptol.Tetr.1.2.3, 24.2.

Greek Monolingual

η (AM ἀπόρροια) απορρέω
νεοελλ.
επακολούθημα, συνέπεια
αρχ.-μσν.
(για φύλλα ή φτερά) απώλεια, πτώση.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρροια: ἡ Emped., Xen., Arst. etc. = ἀπορροή.