ταλασιουργικός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
ή, όν, of or for wool-spinning, ὄργανα X. Oec. 9.7, cf. Pl. Plt. 282c ; ἡ ταλασιουργική (sc. τέχνη), = ταλασιουργία, ib. a.
German (Pape)
[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ταλασιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.
Greek Monotonic
τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσῐουργικός: шерстопрядильный (ὄργανα Xen.; σκευή Plat.).
Middle Liddell
τᾰλᾰσιουργικός, ή, όν
of or for wool-spinning, Xen. [from τᾰλᾰσιουργός]