ταλασιουργικός

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργικός Medium diacritics: ταλασιουργικός Low diacritics: ταλασιουργικός Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: talasiourgikós Transliteration B: talasiourgikos Transliteration C: talasiourgikos Beta Code: talasiourgiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for wool-spinning, ὄργανα X. Oec. 9.7, cf. Pl. Plt. 282c ; ἡ ταλασιουργική (sc. τέχνη), = ταλασιουργία, ib. a.

German (Pape)

[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ταλασιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.

Greek Monotonic

τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργικός: шерстопрядильный (ὄργανα Xen.; σκευή Plat.).

Middle Liddell

τᾰλᾰσιουργικός, ή, όν
of or for wool-spinning, Xen. [from τᾰλᾰσιουργός]

English (Woodhouse)

for wool spinning, of wool spinning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)