μάταξα
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ἡ, v. μέταξα.
German (Pape)
[Seite 101] ἡ, jeder Faden, später bes. der Kokon der Seidenraupe, und die rohe Seide selbst; es ist ein Fremdwort, s. μέταξα.
Greek (Liddell-Scott)
μάταξα: ἡ, ἴδε μέταξα.
Greek Monolingual
μάταξα, ἡ (Α)
μέταξα, μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταξα, πιθ. κατ' επίδραση του λατ. mataxa].