δαιταλεύς

From LSJ
Revision as of 10:58, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιταλεύς Medium diacritics: δαιταλεύς Low diacritics: δαιταλεύς Capitals: ΔΑΙΤΑΛΕΥΣ
Transliteration A: daitaleús Transliteration B: daitaleus Transliteration C: daitalefs Beta Code: daitaleu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, banqueter, ἄκλητος δ., of the eagle eating Prometheus' liver, A. Pr. 1024; pl., Com.Adesp. 30 D; Δαιταλῆς, play by Aristophanes.

German (Pape)

[Seite 516] ὁ, der Schmauser, Aesch. Prom. 1024 vom Adler, der die Leber des Prometheus verzehrt. Vgl. Ath. VI, 270 a.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
convive.
Étymologie: δαίτη.

Spanish (DGE)

(δαιτᾰλεύς) -έως
comensal, partícipe de un banquete ὦ στωμυλῆθραι δαιταλεῖς Com.Adesp.115, dud. en IG 22.1267 (IV a.C.), ταῦτα τοῦ Δημοκρίτου ... ἐπῄνουν μὲν οἱ δαιταλεῖς Ath.270a, tal vez de un banquete público δαιταλεῖς· δαιτυμόνες καὶ θιασῶται καὶ συμπόται Paus.Gr.δ 3, cf. Eust.239.43, 901.9
Δαιταλεῖς tít. de comedia de Aristófanes, Ath.119b, Poll.10.120
fig. del águila que devoraba a Prometeo ἄκλητος ἕρπων δ. πανήμερος A.Pr.1024.

Greek Monolingual

δαιταλεύς (-έως), ο (Α)
1. αυτός που συντρώγει με κάποιον, ο συνδαιτυμόνας
2. φρ. «ἄκλητος δαιταλεύς» (για τον αϊτό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέως, Αισχ.)
3. Δαιταλῆς
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ευς που προήλθε από δαίς (-τός) + (επίθημα) -αλος (πρβλ. δαιταλώμαι)].

Greek Monotonic

δαιταλεύς: -έως, ὁ (δαίνυμι), συμποσιαστής, γλεντοκόπος, συνδαιτημόνας, ομότροφος, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαιταλεύς -έως, ὁ [δαίς] banketganger, banketgast:. ἄκλητος δ. ongenode banketgast (van de adelaar die de lever van Prometheus wegvreet) Aeschl. PV 1024.

Russian (Dvoretsky)

δαιτᾰλεύς: έως ὁ участник пира, сотрапезник Arph.: ἄκλητος δ. Aesch. незваный гость (об орле, терзавшем печень Прометея).

Middle Liddell

δαίνυμι
a banqueter, feaster, Aesch., Ar.

English (Woodhouse)

guest at a feast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)