λιπόνεως
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ων, = λιπόναυς, D. 50.65, Luc. Cat. 3, Max.Tyr. 9.7.
German (Pape)
[Seite 52] = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, Δημ. 1226. 15, Λουκ. Κατάπλ. 3· ἴδε λειπανδρέω.
Greek Monolingual
λιπόνεως, -ων (Α)
λιπόναυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί-νεως].
Greek Monotonic
λῐπόνεως: -ων, = λιπόναυς, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπόνεως: ω ὁ моряк-дезертир Dem., Luc.
Middle Liddell
λῐπό-νεως, ων, = λιπόναυς, Dem.]