ζούγωνερ
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
Laconian for ζύγωνες, ploughing oxen, Hsch.
Greek Monolingual
ζούγωνερ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνες
βόες ἐργάται» — βόδια για όργωμα, για αροτρίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί του αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν.