πυρίπνους

From LSJ
Revision as of 11:06, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυρίπνους Medium diacritics: πυρίπνους Low diacritics: πυρίπνους Capitals: ΠΥΡΙΠΝΟΥΣ
Transliteration A: pyrípnous Transliteration B: pyripnous Transliteration C: pyripnous Beta Code: puri/pnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πυρίπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
1 qui souffle ou respire le feu;
2 enflammé, ardent.
Étymologie: πῦρ, πνέω.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. πυρίπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά, φλογοβόλος («πυρίπνοα τόξα» — τα τόξα του Έρωτα, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίπνους -ουν, zonder contr. πυρίπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuur uitademend.

Middle Liddell

πῠρί-πνους, ουν, πνέω
fire-breathing, fiery, Anth.