ἐλαιοχριστία
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ἡ, A supply of oil for anointing, D.L. 5.71 (codd. ἐλαιοχρηστία, use of oil):—also ἐλαιοχρείστιον, (ἐλαιοχρίστιον) IG12(9).236.17 (Eretria), Ath.Mitt.33.382 (Pergam.),JHS9.231 (Paphos):— Boeot. ἐληοχρίστιον, BCH26.156 (Thespiae); tax levied for this purpose, Ostr.Strassb.178 (ii/i B.C.).
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Salben mit Oel, D. L. 5, 71, wo die mss. ἐλαιοχρηστία, ἡ, Oelgebrauch, haben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοχριστία: ἡ, ἡ δι’ ἐλαίου χρῖσις, ἐπανορθωθὲν ὑπὸ Βουδαίου ἐν Διογ. Λ. 5. 71 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐλαιοχρηστία, χρῆσις ἐλαίου)· ― οὕτως ἐληοχριστήριον, τό, ἀγγεῖον χρήσιμον πρὸς τοιοῦτον σκοπόν, Keil Ἐπιγραφ. σ. 73.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
suministro, provisión de aceitepara ungirse en el gimnasio, D.L.5.71 (= Lyco 15).
Greek Monolingual
ἐλαιοχριστία, η (Α)
παροχή ελαίου για επάλειψη τών αθλητών που ασκούνταν στην παλαίστρα.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιοχριστία: ἡ смазывание оливковым маслом Diog. L.