ζευγοτρόφος

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζευγοτρόφος Medium diacritics: ζευγοτρόφος Low diacritics: ζευγοτρόφος Capitals: ΖΕΥΓΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: zeugotróphos Transliteration B: zeugotrophos Transliteration C: zevgotrofos Beta Code: zeugotro/fos

English (LSJ)

ον, keeping a yoke of beasts, IG2². 1576.73 (iv BC), Plu. Per. 12.

German (Pape)

[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.

Greek Monolingual

ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].

Greek Monotonic

ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ζευγοτρόφος: (со)держащий пару упряжных животных Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζευγοτρόφος -ον [ζεῦγος, τρέφω] verzorger van trekossen. Plut. Per. 12.6.

Middle Liddell

ζευγο-τρόφος, ον
keeping a yoke of beasts, Plut.