κακαλία

From LSJ
Revision as of 16:55, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακαλία Medium diacritics: κακαλία Low diacritics: κακαλία Capitals: ΚΑΚΑΛΙΑ
Transliteration A: kakalía Transliteration B: kakalia Transliteration C: kakalia Beta Code: kakali/a

English (LSJ)

A v.l. for κακκαλία ΙΙ (q.v.) in Dsc.4.122; cf. κακαλίς· νάρκισσος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1297] ἡ, eine Pflanze, die für tussilago, Huflattich, erkl. wird, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κακαλία: ἡ, φυτόν, ἴσως εἶναι τὸ Mercurialis, Διοσκ. 4. 123.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
sorte de plante (lat. tussilago).
Syn. λεοντική.

Greek Monolingual

κακ(κ)αλία, ἡ (Α)
1. το φυτό στρύχνο το υπνωτικό
2. το ποώδες φυτό μερκουριαλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται πιθ. σχέση με την αιγυπτιακής προελεύσεως ονομασία φυτών ακακαλίς].

Frisk Etymological English

Meaning: name of everal plants (Dsc., Plin.); κακαλίς νάρκισσος H.
See also: s. ἀκακαλίς.

Frisk Etymology German

κακαλία: {kak(k)alía}
Grammar: f.
Meaning: N. verschiedener Pflanzen (Dsk., Plin.);
Derivative: κακαλίς· νάρκισσος H.
Etymology : Vgl. zu ἀκακαλίς.
Page 1,758