ἀντεξόρμησις
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
εως, ἡ, A sailing against, v.l. in Th.2.91; countercharge, Plu.Pomp. 69.
German (Pape)
[Seite 246] ἡ, das Ausrücken gegen den anrückenden Feind, Thuc. 2, 91; Plut. Pomp. 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπιπλεῦσαι ἐναντίον τινός, Θουκ. 2. 91: - τρόπος ἐπιθέσεως, Πλουτ. Πομπ. 69.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s’élancer contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξορμάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
contraataque ἀξύμφορον δρῶντες πρὸς τὴν ἐξ ὀλίγου ἀντεξόρμησιν resultando un gesto inoportuno frente a un contraataque de cerca Th.2.91, cf. Plu.Pomp.69.
Greek Monolingual
ἀντεξόρμησις, η (Α)
αντεπίθεση.
Greek Monotonic
ἀντεξόρμησις: -εως, ἡ (ἐξορμάω), εχθρική απόπλευση, σε Θουκ.· μέθοδος επίθεσης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξόρμησις: εως ἡ контратака, встречный бой Thuc., Plut.