κατασκευαστής

From LSJ
Revision as of 17:35, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστής Medium diacritics: κατασκευαστής Low diacritics: κατασκευαστής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kataskeuastḗs Transliteration B: kataskeuastēs Transliteration C: kataskevastis Beta Code: kataskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.