Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατάνη

From LSJ
Revision as of 17:50, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάνη Medium diacritics: πατάνη Low diacritics: πατάνη Capitals: ΠΑΤΑΝΗ
Transliteration A: patánē Transliteration B: patanē Transliteration C: patani Beta Code: pata/nh

English (LSJ)

[τᾰ], ἡ, a kind of A flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107 :—also πάτᾰνον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47 ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (flat) dish (Sophr. 13, Poll.).
Other forms: Dor. . -ον n. id. (Poll. v.l., H.).
Compounds: As 1. member in πατάν-εψις name of the (cooked in) eel (Epich. 211).
Derivatives: Dimin. -ιον n., -ίων m. name of a cock (com. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like λεκάνη, οὑράνη a.o. Has been connected with Lat. patera f. flat drinking dish, perh. with old r-n-change, which is assumed in Hitt. pattar, dat. loc. paddan-i (from there Lyc. patara); meaning however not quite certain: tablet?, basket? Other hypothesis in Ernout-Meillet s.v. Diff. on pattar Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of πετάννυμι (then for *πετάνα with assim.?). -- Because of Sicil. βατάνη André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. patina (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects πέταχνον\/πάτ- Cf. the words cited above.

Frisk Etymology German

πατάνη: {patánē}
Forms: dor. -α
Grammar: f.
Meaning: Schüssel (Sophr. 13, Poll.),
Composita : Als Vorderglied in πατάνεψις Ben. des (eingekochten) Aals (Epich. 211).
Derivative: -ον n. ib. (Poll. v.l., H.); Demin. -ιον n., -ίων m. N. eines Hahns (Kom. IVa).
Etymology : Bildung wie λεκάνη, οὐράνη u.a. Zu lat. patera f. flache Trinkschale, wohl mit altem r-n-Wechsel (andere Hypothese bei Ernout-Meillet s.v.), der noch in heth. pattar, Dat. Lok. paddan-i (daraus lyk. patara) bewahrt sein kann (Bed. allerdings nicht ganz sicher: ‘Tablett?’, ‘Korb?’). Anders über pattar, gewiß nicht besser, Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. — Verbalnomen von πετάννυμι (somit für *πετάνα mit Assim. nach J. Schmidt KZ 32, 355ff., Bechtel Dial. 2, 286?). — Wegen sizil. βατάνη erwägt André Rev. de phil. 83, 93 illyr. Herkunft. Entlehnt lat. patina.
Page 2,480