ὄναγρος

From LSJ
Revision as of 18:45, 14 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνᾰγρος Medium diacritics: ὄναγρος Low diacritics: όναγρος Capitals: ΟΝΑΓΡΟΣ
Transliteration A: ónagros Transliteration B: onagros Transliteration C: onagros Beta Code: o)/nagros

English (LSJ)

ὁ, A = ὄνος ἄγριος, the wild ass, LXXPs.103(104).11, Str.7.4.8, Babr.67.1, Artem.4.56 ; θῆλυς ὄναγρος Opp.C.3.216 ; title of the Greek original of Plautus' Asinaria, Prolog.10 (v.l. Onagos). II a kind of catapult, = μονάγκων, Procop.Goth.1.21, Lyd.Mag.1.46, Amm. Marc.23.4.7.

German (Pape)

[Seite 344] ὁ, d. i. ὄνος ἄγριος, der wilde Esel, Waldesel, Sp. für ὄνος ἄγριος. – Auch eine Wurfmaschine, die sonst auch μονάγκων heißt, Suid. Vgl. Lob. Phryn. 382.

Greek (Liddell-Scott)

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, Στράβ. 312, Βάβρ. 67. 1. ΙΙ. μηχανή τις ἐπιτηδεία εἰς βολάς, Προκόπ., «ὄναγροι μηχανήματα, οἱ λεγόμενοι ἅρπαγες, οἵ γε ἁρπάζειν τοὺς προσιόντας ἐπιβαλλόμενοι εἶχον» Σουΐδ., Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος 34. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
âne sauvage, onagre, animal.
Étymologie: ὄνος, ἄγριος.

Greek Monotonic

ὄναγρος: ὁ, = ὄνος ἄγριος, γάιδαρος που ζει σε άγρια κατάσταση, σε Στράβ., Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄναγρος: ὁ дикий осел, онагр Babr.

Middle Liddell

ὄν-αγρος, ὁ, = ὄνος ἄγριος
the wild ass, Strab., Babr.