κλωπεία

From LSJ
Revision as of 18:00, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπεία Medium diacritics: κλωπεία Low diacritics: κλωπεία Capitals: ΚΛΩΠΕΙΑ
Transliteration A: klōpeía Transliteration B: klōpeia Transliteration C: klopeia Beta Code: klwpei/a

English (LSJ)

ἡ, A theft, Pl.Lg. 823b (pl.), Isoc.12.211, 218, v.l. in Str.15.3.18, Plu.Phil.4. II name of a dance, Juba 74:—κλοπεία is freq. as v.l. κλωπ-εύω, steal, X.An.6.1.1, Lac.2.7, Luc.Cat.1, Tox.49.

German (Pape)

[Seite 1458] ἡ, = κλοπεία, scheint überall nach den besseren mss. vorzuziehen, Plat. Legg. VII, 823 e u. Sp., wie Plut. Philop. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κλωπεία: ἡ, κλοπή, Πλάτ. Νόμ. 823Β, Ἰσοκρ. 277Β, 278C, Στράβ. 734, κτλ.· ― οἱ ἡμαρτημ. τύποι, κλοπεία, κλοπεύω, εἶναι κοινοὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vol, larcin.
Étymologie: κλωπεύω.

Greek Monolingual

κλωπεία, ἡ (Α) κλωπεύω
1. κλοπή («α. λόγῳ μὲν ἐπὶ θήραν, ἔργῳ δ' ἐπί κλωπείαν τῶν ἐν τοῖς ἀγροῖς κατοικούντων», Ισοκρ)
2. είδος χορού.

Russian (Dvoretsky)

κλωπεία: ἡ кража, воровство Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωπεία -ας, ἡ [κλωπεύω] diefstal.