κενώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

(Α κενῶ, -όω, και επικ. τ. κεινόω, Μ κενώνω) κενός
κάνω κάτι κενό, αδειάζω, χύνω
νεοελλ.-μσν.
μεταγγίζω από ένα δοχείο σε άλλο, σερβίρω
μσν.
1. τρέχω, κυλώ
2. εξαντλώ, καταδαπανώ
μσν.-αρχ.
αφήνομαι κενός, μένω άδειος
αρχ.
1. εγκαταλείπω κάποιο μέρος
2. ιατρ. κάνω κάτι κενό με ελάττωση
3. (και μτφ.) αφαιρώ, βγάζω
4. απορρίπτω
5. δαπανώ
6. μαραίνω, συστέλλομαι, ζαρώνω
7. μηδενίζω
8. καθιστώ κάτι μάταιο
9. (μέσ. και παθ.) κενοῦμαι, -όομαι
απαλλάσσομαι από κάτι
1. (το ουδ. της μτχ. ως ουσ.) τα κενούμενα
ιατρ. οι κενώσεις.