κλειδώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

(AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) κλεις
κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα»)
2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό
3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας
4. μέσ. κλειδώνομαι
παραμένω απομονωμένος στο σπίτι μου χωρίς να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται κάθε απόγευμα και δεν τον βλέπει κανένας»)
νεοελλ.-μσν.
1. κρατώ κάτι κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, φυλάγω, ασφαλίζω («κλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι»)
2. περιορίζω κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα παιδιά του μέσα στο σπίτι»)
μσν.
1. σφίγγω κάποιον ή κάτι
2. προστατεύω
3. μέσ. κλειδώνομαι και κλειδοῦμαι, -όομαι
γίνομαι απρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλειδόω / - < κλείς, κλειδ-ός. Το κλειδῶ μεταπλάστηκε στη συνέχεια σε -ώνω (πρβλ. θυμόω / - > θυμώνω)].