μισθώνω

From LSJ
Revision as of 16:30, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

(ΑΜ μισθῶ, -όω, Μ και μισθώνω και μιστώνω) μισθός
1. πληρώνω ενοίκιο για κάτι, χρησιμοποιώ ως ενοικιαστής κάτι καταβάλλοντας ενοίκιο στον ιδιοκτήτη του («μίσθωσα το διαμέρισμα με 30.000 δραχμές τον μήνα»
2. παρέχω με μισθό, με ενοίκιο κάτι, νοικιάζω σε κάποιον κάτι ως ιδιοκτήτης, εκμισθώνω («μίσθωσα το σπίτι σε συντοπίτη μου»)
3. προσλαμβάνω κάποιον με μισθό («μίσθωσα εργάτες»)
μσν.
ναυλώνω πλοίο
αρχ.
1. φρ. α) «μισθῶ ἐμαυτόν τινι» — προσφέρω σε κάποιον τις υπηρεσίες μου με μισθό
β) «μισθῶ ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — προσλαμβάνομαι με μισθό για κάποιο σκοπό
γ) «μισθοῦμαι τινα εἴς τι» — προσλαμβάνω κάποιον με μισθό για κάποιο σκοπό («ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ», Ηρόδ.)
δ) «μισθοῦμαι ὑπέρ τινος» — έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, συμβάλλομαι για κάτι
ε) «μισθοῦμαι ἐπὶ τινι»
i) (για σπίτι) νοικιάζομαι με συμφωνία, με συμβόλαιο
ii) (για μισθοφόρο) πληρώνομαι για τις υπηρεσίες που παρέχω
2. (η μτχ. αρσ. παθ. αορ. ως ουσ.) ὁ μισθωσάμενος
αυτός που ήλθε σε συμφωνία για κάτι, ο συμβεβλημένος.