στρεβλώνω

From LSJ
Revision as of 16:40, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek Monolingual

στρεβλῶ, -όω, ΝΑ στρεβλός
1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.)
2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῡσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφάς», ΚΔ)
νεοελλ.
κάνω κάτι στρεβλό, το στραβώνω, παραμορφώνω
αρχ.
1. στρέφω κοχλία ή τροχό ή εκτείνω, τεντώνω κάτι περιστρέφοντας τη στρέβλη
2. (σχετικά με χορδές μουσικού οργάνου) εκτείνω με περιστροφή τών κοχλιών
3. (για χειρούργο) συστρέφω με βίαιο τρόπο εξαρθρωμένο μέλος για να το ανατάξω, να το επαναφέρω στη θέση του
4. παθ. στρεβλοῦμαι, -όομαι
(για τα μάτια) αλληθωρίζω.